πλανατας

πλανατας
    πλανάτας
    πλανάτᾱς
    -ου (νᾱ) ὅ дор. = πλανήτης См. πλανητης

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "πλανατας" в других словарях:

  • πλανάτας — ὁ, Α (δωρ. τ.) βλ.πλανήτης …   Dictionary of Greek

  • πλανάτας — πλανά̱τᾱς , πλανήτης masc acc pl (doric) πλανά̱τᾱς , πλανήτης masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλανήτης — (Αστρον.). Ουράνιο σώμα ετερόφωτο, που στρέφεται γύρω από τον Ήλιο. Εξαιτίας της κίνησης αυτής, οι π. φαίνονται να μετακινούνται στην ουράνια σφαίρα, σε αντίθεση προς τους άλλους αστέρες, τους απλανείς, που φαίνονται ακίνητοι στον ουράνιο θόλο… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»